- τανύπλευρος
- -ον, Ααυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τανυπλεύροισιν — τανύπλευρος long sided masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπλεύρου — τανύπλευρος long sided masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek